αναψυχω

αναψυχω
    ἀναψύχω
    ἀνα-ψύχω
    (ῡ)
    1) охлаждать, освежать
    

(ἀνθρώπους Hom.; ἵππους ἱδρῶτι περιρρεομένους Plut.)

    παρὰ κρήνην βάσιν ἀ. Eur. — освежать ноги в источнике

    2) давать отдых, подкреплять отдыхом
    

(σῶμα ἀναψυχόμενον Plat.)

    ἀναψῦξαί τινα πόνων Eur. — дать кому-л. отдых от трудов;
    ἀναψῦξαι γούνατα Hes. — дать отдохнуть коленям;
    ἀνέψυχθεν φίλον ἦτορ Hom. — они отдохнули душой;
    ἀ. ἕλκος Hom. — утолять боль от раны

    3) просушивать, сушить
    

(ναῦς Her., Xen.; ἱδρῶτα, αὐλαίας Plut.)

    4) отдыхать Anth.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "αναψυχω" в других словарях:

  • αναψυχώ — ἀναψυχῶ ( όω) (Μ) 1. δίνω πάλι ψυχή, αναζωογονώ, ανασταίνω 2. μέσ. παίρνω θάρρος, εμψυχώνομαι …   Dictionary of Greek

  • ἀναψυχῶ — ἀναψύχω cool aor subj pass 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναψύχω — ἀναψύ̱χω , ἀναψύχω cool pres subj act 1st sg ἀναψύ̱χω , ἀναψύχω cool pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναψύχω — (Α ἀναψύχω) Ι. ενεργ. 1. ψυχραίνω, δροσίζω 2. ανακουφίζω, ξεκουράζω 3. παρηγορώ, ενθαρρύνω, διασκεδάζω κάποιον 4. (για πλοία) αφήνω στην ξηρά να στεγνώσουν II. παθ. ανακουφίζομαι, αναζωογονούμαι, δροσίζομαι …   Dictionary of Greek

  • αναψύχω — υξα, ύχτηκα, υγμένος, υποβάλλω κάτι σε νέα ψύξη: Οι κατεψυγμένες τροφές, αν αποψυχτούν, δεν πρέπει να αναψύχονται …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀναψυγέντα — ἀναψύχω cool aor part pass neut nom/voc/acc pl ἀναψύχω cool aor part pass masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναψῦχον — ἀναψύχω cool pres part act masc voc sg ἀναψύχω cool pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνέψυχεν — ἀναψύχω cool aor ind pass 3rd pl (epic) ἀνέψῡχεν , ἀναψύχω cool imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμψῦξαι — ἀναψύχω cool aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναψυγῆναι — ἀναψύχω cool aor inf pass …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναψυχῆναι — ἀναψύχω cool aor inf pass …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»